Το περιστατικό στο φούρνο του Πεπίνο έκανε τον Δημήτρη να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Άρχισε πάλι να βλέπει εφιάλτες. Τα πρωτοπαλίκαρα του Κεμάλ ήρθαν ξανά να στοιχειώσουν τις νύχτες του, αυτή τη φορά συντροφιά με τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι. Τους έβλεπε να ρημάζουν μυρμηγκοφωλιές, να καταστρέφουν κυψέλες, να σκοτώνουν αποδημητικά πουλιά: πράξεις που φαντάζουν ανώδυνες συγκριτικά με τους καθημερινούς πια τραμπουκισμούς των φασιστικών συμμοριών ενάντια σε οποιονδήποτε ήταν αντίθετος ή έστω είχε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να παραμείνει ουδέτερος. Ωστόσο στο βασανισμένο μυαλό του Δημήτρη αυτές οι ενέργειες έμοιαζαν ακόμα πιο τρομαχτικές, αφού απειλούσαν αυτό που το παιδί θεωρούσε ως τη μόνη πηγή ασφάλειας και σταθερότητας – τη συμμετρία της φύσης. Μιχαηλίδης, Τ. (2012). Ο Μέτοικος και η Συμμετρία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. σελ. 119 |
Ο Δημήτρης χαμογέλασε. «Να ένα απλό παράδειγμα», είπε ανοίγοντας το σημειωματάριό του. «Από καλλιτεχνική άποψη δεν λέει σπουδαία πράματα, από γεωμετρική άποψη όμως είναι πιο περίπλοκο από το δικό σου». Μιχαηλίδης, Μ. (2012). Ο Μέτοικος και η Συμμετρία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. σελ. 113-114 |
Μόλις εμφανίστηκε ο Χραντ στη σκηνή το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Όταν όμως κάθισε και πήρε στα γόνατά του το ούτι επικράτησε απόλυτη σιωπή. Μία, μία, λες και δίσταζαν, άρχισαν να βγαίνουν οι νότες από το αρχαίο όργανο, δημιουργώντας μιαν αρμονική ακολουθία, κάτι ανάλογο με μια διαδοχή σχημάτων ή ακόμα και λέξεων που έκτιζαν βήμα προς βήμα μια λογική πρόταση. Κάποτε η μουσική φράση έφτασε στο τέλος της και άρχισε να διαβάζεται αντίστροφα, σε μια τέλεια αξονική συμμετρία. Μόλις έφτασε πίσω στην πρώτη λέξη ο Χραντ την ξανάπιασε από την αρχή, πιο γρήγορα αυτή τη φορά – μια ομοιοθεσία με λόγο αρκετά μικρό, μια συρρίκνωση. Επανέλαβε το ίδιο αρκετές φορές σε ψηλότερες και χαμηλότερες κλίμακες, άλλοτε σε γρήγορο κι άλλοτε σε αργό, βασανιστικά αργόσυρτο ρυθμό. Σταδιακά μπήκε στο παιχνίδι μια δεύτερη φράση, ύστερα μια Τρίτη, όλες ευδιάκριτες, σ' ένα διάλογο που νόμιζα ότι άκουγα τα λόγια του. Δεν κατάλαβα ποια ακριβώς στιγμή ο Χραντ άρχισε να συνοδεύει τη μουσική με τη φωνή του, προφέροντας λόγια ακατάληπτα που στ' αυτιά μου αντηχούσαν απλά σαν ήχοι από ένα δεύτερο όργανο, όχι λιγότερο περίτεχνο από το ούτι, αλλά σίγουρα πιο ανθρώπινο. Μιχαηλίδης, Τ. (2012). Ο Μέτοικος και η Συμμετρία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. σελ. 60-61 |
(Διάλογος Μώκι – Δημήτρη) Μιχαηλίδης, Τ. (2012). Ο Μέτοικος και η Συμμετρία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. σελ. 109-111 |
Η επιτυχία του με τις μυρμηγκοφωλιές τον ενθάρρυνε να αναζητήσει κι άλλα, πιο επικίνδυνα, αντικείμενα έρευνας. Έτσι, μια ανοιξιάτικη Κυριακή, περπατώντας στο δάσος ανακάλυψε πάνω σ΄ένα δέντρο μια τεράστια σφηκοφωλιά φτιαγμένη από ξεραμένη λάσπη. Είχε τη μορφή μπουκάλας, τοποθετημένης οριζόντια με τον πάτο να εφαρμόζει στον κορμό και το στόμιο να προεξέχει. Οι σφήκες είχαν σχηματίσει με λάσπη ένα μεγάλο δαχτυλίδι πάνω στον κορμό. Στα χείλη του δαχτυλιδιού είχαν προσαρμόσει ένα δεύτερο δαχτυλίδι ελαφρώς μικρότερο, ύστερα ένα τρίτο και ούτω καθεξής μέχρι την είσοδο της φωλιάς – το στόμιο της μπουκάλας- που ήταν αρκετά μικρό ώστε να μην χωράνε να περάσουν ταυτόχρονα πάνω από μια-δύο σφήκες. Ο Δημήτρης θαύμασε την απόλυτη συμμετρία του σχήματος και αναρωτήθηκε ξανά ποια δύναμη, ποιος αρχιτέκτονας είχε καθοδηγήσει αυτές τις σφήκες να κατασκευάσουν ένα τόσο τέλειο στερεό. Και τι δεν θα 'δινε για να μπορέσει να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό της φωλιάς. Όταν όμως δοκίμασε να πλησιάσει, ένα σμάρι από σφήκες πετάχτηκε μέσα από το μικρό στόμιο και τον πήρε στο κυνήγι. Γλίτωσε με καμιά δεκαριά τσιμπήματα μόνο, στα χέρια και στο σβέρκο. «Έπρεπε να με δεις», μου είπε γελώντας, όταν, πολλά χρόνια μετά, μου αφηγήθηκε το περιστατικό, «μπανταρισμένο και πασαλειμμένο με τις κρέμες της Γκιουζέπα, να προσπαθώ με πρησμένα χέρια, κλεισμένος στη σοφίτα μου, να σχεδιάσω από μνήμης τη φωλιά. Έτρεμα μήπως και ξεχάσω την εικόνα της, γιατί ήξερα πως δεν θα τολμούσα ξανά να την πλησιάσω». Μιχαηλίδης, Τ. (2012). Ο Μέτοικος και η Συμμετρία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. σελ. 89-90 |