Μόλις εμφανίστηκε ο Χραντ στη σκηνή το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Όταν όμως κάθισε και πήρε στα γόνατά του το ούτι επικράτησε απόλυτη σιωπή. Μία, μία, λες και δίσταζαν, άρχισαν να βγαίνουν οι νότες από το αρχαίο όργανο, δημιουργώντας μιαν αρμονική ακολουθία, κάτι ανάλογο με μια διαδοχή σχημάτων ή ακόμα και λέξεων που έκτιζαν βήμα προς βήμα μια λογική πρόταση. Κάποτε η μουσική φράση έφτασε στο τέλος της και άρχισε να διαβάζεται αντίστροφα, σε μια τέλεια αξονική συμμετρία. Μόλις έφτασε πίσω στην πρώτη λέξη ο Χραντ την ξανάπιασε από την αρχή, πιο γρήγορα αυτή τη φορά – μια ομοιοθεσία με λόγο αρκετά μικρό, μια συρρίκνωση. Επανέλαβε το ίδιο αρκετές φορές σε ψηλότερες και χαμηλότερες κλίμακες, άλλοτε σε γρήγορο κι άλλοτε σε αργό, βασανιστικά αργόσυρτο ρυθμό. Σταδιακά μπήκε στο παιχνίδι μια δεύτερη φράση, ύστερα μια Τρίτη, όλες ευδιάκριτες, σ' ένα διάλογο που νόμιζα ότι άκουγα τα λόγια του. Δεν κατάλαβα ποια ακριβώς στιγμή ο Χραντ άρχισε να συνοδεύει τη μουσική με τη φωνή του, προφέροντας λόγια ακατάληπτα που στ' αυτιά μου αντηχούσαν απλά σαν ήχοι από ένα δεύτερο όργανο, όχι λιγότερο περίτεχνο από το ούτι, αλλά σίγουρα πιο ανθρώπινο.
Μιχαηλίδης, Τ. (2012). Ο Μέτοικος και η Συμμετρία. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις. σελ. 60-61
|