Η επιτροπή που έκρινε τη διδακτορική του διατριβή είχε πρόεδρο τον καθηγητή Πφαφ. Αποδέχτηκαν τα ορνιθοσκαλίσματα με τα οποία ζητούσε απαλλαγή από προφορική υποστήριξη, θα ήταν άλλωστε υπερβολικά γελοίο. Όταν πήγε να παραλάβει το δίπλωμα, του είπαν να περιμένει στο διάδρομο. Έτρωγε ένα κομμάτι στεγνό γλυκό και διάβαζε στα Νέα των εν Γοτίγγη λογίων την περιγραφή που είχε συντάξει κάποιος Πρώσος διπλωμάτης για την παραμονή του αδερφού του στη Νέα Ανδαλουσία. Ένα λευκό σπίτι στα όρια της πόλης, τα βράδια δροσίζονταν στο ποτάμι, δέχονταν επισκέψεις από γυναίκες για να τους μετρήσουν τις ψείρες. Ξεφύλλιζε με μια απροσδιόριστη ταραχή. Γυμνοί ινδιάνοι στην ιεραποστολή των καπουτσίνων, πουλιά που ζούσαν σε σπήλαια και που με τις φωνές τους έβλεπαν όπως τα υπόλοιπα πλάσματα με το φως των ματιών τους. Η ολική έκλειψη ηλίου, έπειτα η αναχώρηση για τον Ορινόκο. Η επιστολή αυτού του ανθρώπου ταξίδευε επί ενάμιση χρόνο, ένας Θεός μόνο ήξερε αν ζούσε ακόμη. Ο Γκάους χαμήλωσε την εφημερίδα, ο Τσίμερμαν και ο Πφαφ στέκονταν εμπρός του. Δεν είχαν τολμήσει να τον ενοχλήσουν. Αυτός ο άνδρας, είπε, εντυπωσιακό! Αλλά και ανόητο, λες και η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού και όχι εδώ. Ή λες και μπορεί κανείς να δραπετεύσει από τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Πφαφ του προσέφερε διστακτικά το δίπλωμα: πέρασε, summa cum Laude. Φυσικά. Μαθαίνουν, είπε ο Τσίμερμαν , ότι έχει στα σκαριά κάτι μεγάλο. Χαίρεται που ο Γκάους βρήκε τελικά κάτι που να κεντρίζει το ενδιαφέρον του και να του διώχνει τη μελαγχολία. Έτσι είναι, είπε ο Γκάους, και μόλις το τλειώσει θα σηκωθεί να φύγει. Οι δυο καθηγητές αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Από το δουκάτο του εκλέκτορα του Αννόβερου; Ευελπιστούν πως όχι. Όχι, είπε ο Γκάους, να μην ανησυχούν. Πολύ μακριά, αλλά όχι εκτός δουκάτου.
Η εργασία προχωρούσε γοργά. Είχε αποδείξει το νόμο της τετραγωνικής αλληλουχίας, πλησίαζε στη λύση του γρίφου της συχνότητας των πρώτων αριθμών. Τα τρία πρώτα μέρη τα είχε ήδη τελειώσει, βρισκόταν κιόλας στο κυρίως μέρος. Συνεχώς όμως άφηνε την πένα παράμερα, στήριζε το κεφάλι στις παλάμες και αναρωτιόταν αν επιτρεπόταν να κάνει αυτό που έκανε. Μήπως είχε προχωρήσει υπερβολικά; Στη βάση της φυσικής υπήρχαν κανόνες, στη βάση των κανόνων νόμοι, στη βάση των νόμων αριθμοί. Αν τους παρατηρούσε κανείς πολύ προσεκτικά, διέκρινε συγγένειες μεταξύ τους, απώθηση ή έλξη. Κάτι στη διάρθρωσή τους φαινόταν ανολοκλήρωτο, φτιαγμένο με μοναδική επιπολαιότητα, και δεν ήταν μόνο μια φορά που είχε πιστέψει ότι είχε βρει λάθη βιαστικά κουκουλωμένα-λες και ο Θεός είχε αφήσει κάποια λαθάκια του αδιόρθωτα, με την ελπίδα ότι δεν θα τα πρόσεχε κανείς.
Kehlmann, D. (2006). Η μέτρηση του κόσμου. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. σελ. 85-88